
Διατηρείτε στο σκοτάδι, 2023
Στο βάλτο μου, με κυκλικές κινήσεις θα σας μιλήσω για την σφίγγα
Γειά σας μικρά μου φτερωτά φεύγουμε
αφήνοντας πίσω μας έναν εξαίσιο εμετό.
Ένα μεταλλικό κοφτερό μηχάνημα κάτω απ’ το κρεβάτι μου στριφογυρίζει
χιλιάδες παναγίτσες μενταγιόν πέφτουν από ψηλά
με καρφώνουν δύο ψαλίδια
ένα στη καρδιά ένα στο χέρι.
Δεν έχω αρκετά παράθυρα.
Δεινόσαυροι που τρώνε ανθρώπους
σκουλήκια που τρώνε ανθρώπους.
Είμαστε θύματα αυτής της γης 62224 ζωές
Θα είμαστε μέχρι 62500.
Σε τσιτώνει ο τόνο της φωνής μου;
Από το άνω μου χείλι τρέχει το αίμα αλλά δεν το γνωρίζεις.
Σε άσπρα πλακάκια χειρουργείου τρεις απαίσιες μου σκίζουν το στήθος
γιατί δεν μπορούσα να θυμηθώ πόσο κάνει 2+3.
Με ανησυχεί η γεμάτη νερό σακούλα που κουβαλώ στο κεφάλι
μέχρι να με τραβήξει το χέρι σου απ’ τον λαιμό
κι’ όταν σε ρωτήσω ποιος είσαι
θα πέφτεις κάτω νεκρός.
Θέλω να ξεφύγω μα με εμποδίζουν τα δοκάρια που σε στηρίζουν
κι εσύ κοιτάς με βλέμμα σατανικό.
Βρήκα το μαχαίρι που κόβει κύκλους το βούτυρο
στο πάτωμα γεμάτο ψίχουλα από ψωμί.
Να υπήρχε κάτι έτσι ώστε όταν κατεβαίνω να το νιώθω μέσα μου
ας πούμε τρία ζάρια από καουτσούκ, γλιστερά μαύρα και μαλακά.
Τηλεφώνησε ο Hell, νομίζω τον αισθάνθηκα δίπλα μου
-Πόνεσες πουθενά;
-Όχι.
-Τότε δεν ήμουν κοντά σου.
Μετακόμισα σε ένα ισόγειο με κότες γύρω γύρω
έβαλα σκοινιά να περιφράξω τον χώρο μου
άφησα το ποτήρι να κυλίσει
ρίχνω όλα τα γυαλικά, δεν σπάει τίποτα
ετοιμάζω τσάι, βάζω ζάχαρη
δεν έχω ψυγείο, μόνο ένα γκάζι
δεν ξαναπήρε τηλέφωνο η Ναταλί
κρεμάω κουρτίνες στα 7 παράθυρα
τα κουρτινόξυλα όλο πέφτουν
τα στηρίζω μα όλο πέφτουν
χρειάζομαι 2 κουρτίνες για κάθε κουρτινόξυλο
δεν έχω αρκετές κουρτίνες.
Στο κρεβάτι σε βρίσκω ξαπλωμένο σε κομμάτια
παίρνω το κεφάλι σου ακόμα ζωντανό
πάμε μαζί όλο και πιο κάτω
εκεί με τους κομματιασμένους ανθρώπους
παρόλο που ξέρω πως ένας μονάχα τρόπος υπάρχει για να αποφύγω το αύριο..
Ψάχνω ένα παράθυρο, έναν φωταγωγό, κάτι
το καταλάβατε, θέλω να φύγω από εδώ μέσα.
Η κατάθλιψη εμφανίζετε σαν θαλασσινά κύματα
το κεφάλι μου απέξω ίσα για να αναπνέω
εδώ στέκονται μαρμάρινες μορφές
λευκές για να ξεχωρίζουν απ΄ την νύχτα
πιάνα βουβά ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο
με δάγκωσε ο σκύλος σ’ αυτό το δάσος
άφησα τις βαλίτσες
πήρα το μονοπάτι που οδηγεί στα πάντα κλειστά
σκόρπια άδεια μπουκάλια στην διαδρομή
πανέμορφα πουλιά ζωγραφισμένα στα πάντα κλειστά.
Εσείς ! Που μου δίνεται να κρατήσω στα χέρια μου αυγά που κουδουνίζουν !
Το σκάω τρέχοντας
αυγά κουδουνίζουν
κι ενώ θέλω να σε αγκαλιάσω από αγάπη
βάζεις τα δυο σου δάχτυλα βαθιά στο μουνί μου
πέφτω ανοίγω το κεφάλι
αίματα κυλάνε στους ώμους μας
ξεκολλάω τις πεθαμένες κατσαρίδες από γύρω μας
για λίγο σκέφτηκα να τις φάω αλλά σιχάθηκα.
Ο Zulles με φιλούσε όταν πηγαίναμε με την μοτοσυκλέτα στο ταχυδρομείο
καμμιά φορά τα πηγαίνα υπέροχα.
Κρατάω γερά απ’ τα μαλλιά 2 μαρμάρινες κεφάλες
τις κρεμάω σε γυμνά κλαδιά δέντρου
μαζί με 12 παρόμοια κεφάλια.
-Γιατί όταν σου μιλάω κλείνεις τα μάτια;
Όταν θα με πηγαίνουν για την θυσία θα μου λένε «τί όμορφα μαλλιά».
Στο κάτω νησί είχα πάει ξυπόλυτη
γυναικά θα μου χάριζε τα σανδάλια της.
Σκάβω κύκλους στο πάτωμα
είμαι 40 κιλά, τρέφομαι με οδοντογλυφίδες.
Οι τσέπες μου γεμάτο ψύλλους
μπορεί να φύγω σε 2 μήνες, είπε η κυρία στα εισιτήρια
ήταν δίχως κεφάλι, παρόλο αυτά μιλούσε κανονικά.
Η Μαρία φορούσε 11 άσπρα καπέλα
ύστερα έβγαλε τα 2 και έμεινε με τα υπόλοιπα
είχε με μαύρες κορδέλες δεμένα τα πόδια της
και στράβωνε το σαγόνι
λείπανε τα πάντα από εκεί μέσα.
Ανεβαίνοντας την ίδια απότομη πλαγιά
από σχοινιά με σπασμένα χερούλια κρατιέμαι
σας χαιρέτησα δυνατά
ένας μου έσφιξε το χέρι
θέλω να πετάξω
πιάνω την αγαπημένη μου απ’ τα μαλλιά
(που από αμέλεια δεν την ανέφερα προηγουμένως)
πετάμε πάνω απ’ το δάσος.
Σαν να χάλασα όλο το παιχνίδι
βάζω λουκέτο έξω απ’ την πόρτα, τον σύρτη από μέσα.
Έξω, πίσω από τα λιγοστά δέντρα για σκιά
χτενίζουν τα μακριά ίσια μαλλιά τους για αντιπερισπασμό
με αγνοούν.
Σηκώνομαι από το τραπέζι, τα ρίχνω όλα κάτω
φωνάζω φεύγοντας «αφήστε με μόνη».
Την είδες τυφλή, όμως πολύ καλά στην ψυχολογία της
την είδες να βάζει ξύλα στην φωτιά
κι ας της είχαν δέσει μ’ ένα σχοινί τα πόδια της
έφυγε τελευταία
στα σκοτάδια
για πάντα τρομαγμένη
βαστούσε έναν ναρθηκοφόρο
τον έδειχνε με θαυμασμό στην φίλη της.
Περπατούσα με τα χέρια κάτω , τα πόδια πάνω
για να μην πέσω στον γκρεμό.
Μου άρεσε να αιωρούμαι πάνω από μια λίμνη σκατά
κολυμπούσα ξαπλωμένη σε μία στάση ακραίως μελαγχολική
βουλιάζω από τα βαριά δαχτυλίδια μου
κοιτούσα τις αντανακλάσεις του νερού στο καράβι που βούλιαζε
τους έβλεπα να το εγκαταλείπουν
εσύ με χαιρέταγες από μακριά
αλλά εγώ νόμιζα ότι χαιρετάς όλους τους άλλους.
Διπλωμένη σαν ξεφούσκωτη πλαστική κούκλα κρέμομαι από τον ώμο σου
μην με ακουμπάς, θα καείς
ξέρεις μέσα είναι γεμάτη καυτό νερό
σας μιλάω για ένα σώμα που αιμορραγεί από παντού
δώστε μου οξυκαΐνη !
Eίχα τούφες παράνοιας στα μαλλιά πριν τα ξυρίσω
φαντάσου να αστοχήσω
τα πάντα περιέχει ο κατάλογος
λογικά έπρεπε να είχα πεθάνει
ωστόσο δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο
απλά έχει γεμίσει τρύπες το σώμα μου
οι τρύπες μου φέρνουν δυστυχία.
Όλοι θέλουν να μπουν μέσα, εκτός από εσένα
είμασταν στο κρεβάτι όταν σου είπα πως διψάω
κι εσύ έφυγες
προφανώς για να μου φέρεις νερό.
Έκρυψα τα σημάδια μας σε μια ντουλάπα
πέταξα όλα τα μουχλιασμένα τρόφιμα
κράτησα επίτηδες τις κόκκινες πιπεριές να ξεραθούν
έχω μία φωτογραφία αποτυπωμένο το ήσυχο σπίτι
θα φυτέψω το πελώριο πέος που μου έδωσες χωρίς ρίζες
θα έχει μία λίμνη κοντά στον τάφο μου;
θαυμάζουν ένα ραδίκι
ούτε παραπέρα επισκεφτήκαν τους χιλιάδες τάφους
μακριά κραυγάζει η απελπισία.
Κρατώ την σιωπή στην μασχάλη
άφησα όλα τα γαλάζια πίσω κι έφυγα βιαστικά
ίσως ποτέ να μην το έμαθες
κοίταζα έξω πιο μακριά μήπως έρχεσαι
είδα την σκιά μου να πετάει
είναι στιγμές που θέλει να απομακρυνθεί.
Πριν καιρό σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω μου
άλλος έπεσε στην λίμνη
τους είχα διώξει όλους
καλώντας τον αμφορέα
κρατούσα απλός το σύμβολο
έναν κύκλο μέσα σ’ ένα κύκλο
ο βράχος με κατάπιε.
Σας αποχαιρετώ πάνω από κουφάρια κοιμισμένων
δεν χρειάζεται να αναφέρω πως είναι νύχτα
θέλω κάποιον να μου μιλάει για τα σκούρα χρώματα
έχασα τον δρόμο για το σπίτι που είχα αφήσει τα πράγματά μου
έχουμε μία μέρα ακόμη
τα κόκαλα σου μόλις με είδαν κάθισαν σταυροπόδι
προφανώς θέλεις να με τρομάξεις
δεν άφησες σημάδια πίσω σου
οι δικοί σου θα ανησυχήσουν για απαγωγή
εσύ απλός άλλαξες νούμερο τηλεφώνου.
Η Στέλλα τρέχει στο άδειο σπίτι
όλοι θα κάνετε τους πεθαμένους
έτρεξα και εγώ κάνοντας δύο τούμπες
ο χρόνος παγώνει
έμεινα ακίνητη σε μία στάση λοξή.
Παραμορφωμένες απ’ το κλάμα με ακολουθούν
θα μου απαντούσαν σε 4 λεπτά.
Διάλεξα ένα έργο μελό
Αν θέλετε φύγετε
για σας έχω διαλέξει τον πιο ψηλό βράχο
η δεύτερη κίνηση που θα με τραβάτε από τα μαλλιά ήταν η θανατερή.
«Δεν σας ζητάω πολλά, μόνο θα σας πάρω απ’ τον κώλο και τους δύο».
Μικρές ακρότητες, μέχρι που θα φτάσετε;
Δεν κατάλαβα πως ξεκίνησα να έρθω σε αυτό το μέρος
περπατούσα
κι ένας με τουλάχιστον 10 μαύρες βαλίτσες στα χέρια
με αρπάζει απ’ το λαιμό
κι όταν τελικά με αφήνει ελεύθερη
θέλω να σώσω όλους εκτός από μένα.
Μία άγνωστη ανασαίνει μεσ’ το σπίτι
η λάμπα στο ταβάνι γέμισε κατσαρίδες
κλειστά αυτά που δεν άνοιξα
μακριά απ’ όλους είδα την απελπισία
της έδωσα ένα μαντίλι βουτηγμένο στο αίμα
ή θα της το έδινα
αργότερα έμαθα πως τρεφόταν από το αίμα της δίπλα στον σκελετό της.
Κοιταζόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο
θα με μαχαίρωνε μόλις έχυνε μέσα μου
φιμωμένη, δεμένη χειροπόδαρα
ο κλέφτης βαστά στα χέρια του κουτιά
δεν με βρήκαν, τους είχα διώξει
στο ταβάνι καρφωμένα τα φουστάνια.
Φορούσα ένα καπέλο, τώρα το φοράς εσύ
περνούσα την λεωφόρο Αλεξάνδρας κουτσό
είμαι αυτή με τα πολλά παράθυρα
επέδρασα με ένα μαχαίρι
όχι ιδιαίτερα μεγάλο, μα κοφτερό
πάνω σε μία πολυθρόνα κεντημένη ασπρόμαυρα λουλούδια.
Ευτυχώς δεν έτρεχες, αλλά έπαιρνες τις στροφές πολύ κλειστές
τα χέρια σου κόκκινα
μου ζήτησες να πιάσεις τις παλάμες μου για να κοκκινίσουν και τα δικά μου
σίγουρα όχι από αγάπη.
Αποφάσισα ότι είναι ωραίος ο θάνατος
απ’ το μεγάφωνο μία άγνωστη προφέρει άγνωστες λέξεις
άσπρα σεντόνια καλύπτουν όλα τα έπιπλα
εκτός από δύο ξύλινες καρέκλες μπροστά
ψύχραιμη μια μέρα θα έχω ένα μωρό στην αγκαλιά
θα το βλέπω τυλιγμένο στις γάζες.
Τώρα συνειδητοποιείς ότι χάθηκες στα στενά δρομάκια του μυαλού μου
σε σπρώχνω, με δαγκώνεις
ψάχνεις να βγεις από τον δρόμο που προφανώς μπήκες
στα στενά παράθυρα χτίζουν οι σφίγγες τις φωλιές τους
μην τρομάξεις γιατί θα τρομάξω κι εγώ
στριφογυρίζω και δεν μπορώ να μιλήσω πιά
μέσα στην κουζίνα, πάνω απ’ τις κατσαρόλες
ανακατεύουμε το ρύζι
πλάθουμε τα ομοιώματα μας, ύστερα τα τρώμε
μου δίνει επιτέλους το πιάτο μου
τρώω και φεύγω αρκετή ώρα για το άλλο δωμάτιο.
Εγκάρσιε μ’ ένα ψαλίδι μου κόβεις τα μαλλιά χωρίς να με ρωτήσεις
ξεριζώνω τα μαλλιά κι όλο το βάρος που κουβαλάω στο κεφάλι
έκαψαν τα εγκεφαλικά μου κύτταρα
τα γόνατα λυγίζουν, πέφτω
δεν θέλω να πω ψέματα, για αυτό δεν λέω τίποτα
το σπίτι πέταξε
το πάτωμα πέφτει
το χέρι δεν μπορεί να πετάξει.
Δύο γυναίκες τρέχουν προς εμένα
μία με φίδια γύρω απ’ τον λαιμό
κρέμονταν μέχρι τα πόδια της
αγριεμένα
ένας βόας βαστά την άλλη απ’ τα μαλλιά
κρατούν λίγο πιο μεγάλες φράουλες στα χέρια
λίγο πιο σκληρές
δεν δοκίμασα γιατί είμαι στο talk show «τελευταία ελπίδα»
50.000 άνθρωποι με παρακολουθούν από τους καναπέδες τους
έβαψα με το δάχτυλο τα χείλη κόκκινα μπροστά τους
όταν τελείωσε άρχισε η βροχή
φορούσαμε κορόνες
όταν ξάπλωσες την ακούμπησες δίπλα προσεχτικά
εγώ την φορώ ακόμη.
Στριφογυρνάω πάνω από ανοιχτό παράθυρο
εσείς γελάτε
κάποιος προσπαθεί να μου ξεριζώσει τα δόντια
στα χέρια του μια ρόγα ξεριζωμένη
μάλλον η Ελένη
έχει πυρωμένο δάχτυλο
με χαιρετάει επίτηδες
μου αφήνει ένα βαθουλωτό κάψιμο στην παλάμη
είναι κι ένας τρίτος που δεν καταλαβαίνει.
Σε ψάχνω σε λάθος σπίτι
λες και ήθελα να σου αποδείξω το αντίθετο από αυτό που ισχύει
μικρά πλακάκια στη σειρά
νομίζω έφυγαν
πήραν μαζί τους όση αλήθεια χωράει ένα κλειδωμένο δωμάτιο
μου άφησαν τα υπόλοιπα
ήταν και άλλες αλήθειες και ψέματα ανακατεμένα ελεύθερα στους δρόμους
ο σκύλος από φόβο με δάγκωσε.
Αυτό ήταν όλο
τρέχαμε προς το παγωμένο ψυγείο
είστε πολλοί, αλλά ουσιαστικά είναι ένας, μάλλον κανένας
έτσι σβήνω σιγά σιγά
αν βάλεις τα δύο σου δάχτυλα στα ρουθούνια μου
θα με περάσεις για πεθαμένη
μην σε πιάσει νοσταλγία
έξω από το παράθυρο της κουζίνας έχω φρυγανιές και μπισκότα
μην μπεις καθόλου στο υπνοδωμάτιο
έχω κόκκινα μάγουλα
κάποια στιγμή χόρευα μπροστά του λικνίζοντας
νομίζω είπε κάτι σχετικό με το να αποφύγω να πετάξω
θα μου έσχιζε το αυτί, αν δεν έπεφτα πάνω του φωνάζοντας
«μια στιγμή να ξεμπλέξω το σκουλαρίκι μου»
φορούσα μαύρα πανιά στο πρόσωπο
τα μουχλιασμένα σκατά μας
μουτζουρωμένα από μαυρίλα
δεν θα ενωθούν ποτέ
απ’ το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου κάποιος χαμογελάει
του είχαν πέσει όλα τα δόντια
εκτός από τους δύο πάνω κυνόδοντες.
Μετάνιωσα αμέσως
με αδυναμία ίσως και αγάπη είδα ότι δεν είναι κανείς μέσα
οι καρέκλες στο σαλόνι κλειστές
τις άνοιξα
επιβάλει την παρουσία του κι ας είναι μακριά
αφήνει πάντα μια καρέκλα δικιά του.
Μαύρα φτερωτά ζωύφια με είδαν απ’ το απέναντι σπίτι
θα νομίζουν πως είμαι η κυρία του σπιτιού
επειδή κάθισα να παίξω πιάνο.
Ο Γιώργος μπήκε στο ψυχιατρείο
εγώ μπήκα στο σπίτι μου χωρίς μεγάλη προσπάθεια
λείπουν οι πόρτες και τα παράθυρα
ψυχρά με σημαδεύει στην κοιλιά
η πλευρά του κρεβατιού που είναι κοντά στο παράθυρο, άδεια
το τζάμι σπασμένο
-Θέλεις λίγη ζωή;
-Φάε λίγο σκίσιμο.
Με δυσκολία αναπνέω
μου χαράζει τον λαιμό δυο τρεις φορές
καταπίνω αίματα
ντύνομαι
ντυμένη στα κόκκινα περιμένω να πεθάνω
το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι ανθρώπινοι λαιμοί
είχε την απαίτηση να γελάω
ήθελε να αποδώσει τον θάνατο με το γέλιο μαζί
τώρα παίζει σαξόφωνο στο απέναντι σπίτι έχουν γιορτή.
Ένα άσπρο σεντόνι ήρθε να σκεπάσει το σπίτι μου
μην ανησυχείς θα καταφέρω να βγω από τον δρόμο που δεν πήρε άλλος
έχω στον λαιμό κρεμασμένη μια σιδερένια πόρτα που βυθίζετε
παντού κάγκελα για να μην το σκάνε οι τρελοί
το λουλούδι εξακολουθεί να ζει στο αιώνιο ψέμα
αν σου’ δωσα να δοκιμάσεις δεν θυμάμαι.
Ομορφιά με τα μακριά ίσια μαλλιά σου
μόλις με χαιρέτησες με ένα δάχτυλο να μου πιέζει την παλάμη
μεταμορφώθηκες σε γριά και άσχημη
τυλιγμένη σ’ ένα ζεστό αποχαιρετισμό
κρεμιόσουν απ’ τα σεντόνια σε φωταγωγό πολυκατοικίας
μέχρι να πέσεις στο κενό
με κοφτερό μαχαίρι κόβω ψιλές φέτες το κρέας σου
στον ιστό του κεφαλιού μου στρογγυλοκάθισαν άγνωστες φωνές
ακούω ουρλιαχτά, μου σχίζουν την πλάτη
περιμένω στον διάδρομο των φρικαρισμένων
είναι και ένα φως παρέα
στο σημείο που ενώνετε με το σκοτάδι
εκεί ανάμεσα ρεύομαι μισοφαγωμένα σκουλήκια
από ένα τυχαίο μεσημεριανό.
Όχι ακόμα αλλά σύντομα θα σας φάω μικρά μου φτερωτά μου
απομακρύνθηκαν τα πάντα
εσύ πετούμενη ακολασία
θέλω από μέσα να αρχίσεις να με τρως.
Μην σας χαλάσω όλο το παραμύθι
θα πετάξω τα απαραίτητα
δεν έχει χτυπήσει
απλά σας φαίνεται.
Σε μια στροφή
όχι για πολύ, όσο χρειάζεται
είδατε την ομορφιά με τον πόνο να ζευγαρώνουν
τρέχοντας προς άγνωστη κατεύθυνση
φώναζαν για πάντα
παίζαν το παιχνίδι με τις καρφίτσες
τις ζουλάς στο δέρμα
ύστερα τις βγάζεις με προσοχή μην ακουμπήσεις καμία.
Κάποτε
ζούσε
μέσα σε ένα πηγάδι